- ισοβύθιστος
- -η, -ο(για πλοία) αυτός που έχει το ίδιο βύθισμα στην πρώρα και στην πρύμνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + βυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγων τών Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φιλ. Ιωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοβύθιστος — η, ο (για πλοίο), που έχει το ίδιο βύθισμα στην πλώρη του και στην πρύμη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek